μεσοπνευμόνιος

μεσοπνευμόνιος
ος, ο[ν] межлёгочный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μεσοπνευμόνιος" в других словарях:

  • μεσοπνευμόνιος — α, ο, θηλ. και ος ανατ. 1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ τών πνευμόνων («μεσοπνευμόνιες αρτηρίες») 2. το ουδ. ως ουσ. το μεσοπνευμόνιο ανατ. το μεσοθωράκιο …   Dictionary of Greek

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

  • μεσοπνευμόνιο — το βλ. μεσοπνευμόνιος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»